« Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι ‘εμείς οι Έλληνες χρειαζόμαστε καθρέφτη’, με την έννοια ότι δεν πρέπει να ρίχνουμε το φταίξιμο για τα προβλήματά μας σε τρίτους. Αυτή η αρχή καθόρισε την επαγγελματική πορεία μου. Οι Αμερικανοί πάλι, πήγαν αυτή την άποψη στην αντίπερα όχθη, στην απόλυτη προσωπική ευθύνη για όλα. Όλο αυτό το παράπονο όμως στην Ελλάδα και η γκρίνια, δεν οδηγούν πουθενά…».
Από τον Βασίλη Μπόνιο
O τελευταίος μάγκας της εστίασης παντρεύτηκε σε μία εποχή που ο Covid-19 έχει βάλει την εστίαση στο στόχαστρο. Αλλά ο Δημήτρης είναι fighter, για την ακρίβεια winner.
Στο πρόσωπο της Ελληνίδας επιχειρηματίας Δέσποινα Γαβαλά αυτός ο άνδρας που έφαγε τη ζωή με το κουταλάκι βρήκε το λιμάνι του.
Η Δέσποινα Γαβαλά είναι δημιουργός και ιδιοκτήτρια της επιχείρησης Beauty World by Despoina Gavala με έδρα τη Μύκονο.
Η Δέσποινα είναι κι αυτή μαγκάκι πέρα από το ότι είναι η πιο όμορφη και η πιο γλυκιά ξανθιά που μπορείς να συναντήσεις.
Μοιράστηκαν με λίγους καλούς φίλους την πιο όμορφη στιγμή-την ώρα δηλαδή που ένωναν και επίσημα τις ζωές τους.
Εάν κάτι χαρακτηρίζει και τους δύο είναι η γενναιότητα απέναντι στη ζωή. Ο Δημήτρης και η Δέσποινα δεν φοβούνται να δώσουν αισθήματα, πάθος αγάπη σε ότι κάνουν. Είναι δυο γενναιόδωροι άνθρωποι και η ένωσή τους μοιάζει μία δικαίωση από την ίδια τη ζωή.
Ο Δημήτρης και η Δέσποινα είναι πραγματικοί “μάγκες” της ζωής.
Ο Δημήτρης που είναι ο εμπνευστής της αλυσίδας Nice ’n’ Easy, έφυγε για την Αμερική σε ηλικία 17 ετών, για να επιστρέψει σχεδόν 30 χρόνια μετά με σπουδές χρηματοοικονομικών στο Λος Άντζελες και αφού πέρασε από το σέρβις στο μάρκετινγκ και έπειτα στη διοίκηση σημαντικών εστιατορίων. Σήμερα, μαζί με τον συνεταίρο του και σεφ Χρήστο Αθανασιάδη ηγούνται τριών εστιατορίων σε Κολωνάκι, Κηφισιά και Μύκονο, όπου λειτουργούν ακόμα το gourmet εστιατόριο Nesaea, το Exquisite Catering και το all day beach restaurant SantAnna και το Frankie, ένα ιταλικό με ιδιαίτερο concept.
Το πανδημικό καλοκαίρι του 2020 ο Δημήτρης και ο Χρήστος έχουν κάθε λόγο να αισθάνονται ικανοποίηση σαν επιχειρηματίες. Κι αυτό γιατί το παιδί τους, το μυκονιάτικο SantAnna, πήγε εξαιρετικά καλά.
-Αισθάνομαι χαρούμενος γιατί επέμενα σ΄αυτή την επένδυση και χαίρομαι που αρχίζει να με δικαιώνει…
Το SantAnna είναι μια μεγάλη επένδυση σε ένα ιδιαίτερο μέρος. Δέκα στρέμματα με εστιατόρια, καφέ, τη μεγαλύτερη πισίνα με θαλασσινό νερό και exclusive υπηρεσίες σε μια πανέμορφη τοποθεσία. Η Μύκονος θεωρούμε πως αποτελεί κορυφαίο πολυτελή τουριστικό προορισμό. Το κοινό είναι ετερόκλητο, ωστόσο μπορείς να προσφέρεις κάτι μοναδικό, όχι μαζικό. Για παράδειγμα, το φρέσκο ψάρι ημέρας φαίνεται εξωπραγματικό στον επισκέπτη.
Όταν τον ρωτάνε πώς διαφοροποιούνται οι δικές σας επιχειρήσεις, εκείνος απαντά>
Μας διαφοροποιεί η τιμιότητα. Αν πρέπει να αυξήσεις τις τιμές, πρέπει να προσφέρεις κάτι καλύτερο για να το δικαιολογήσεις. Είναι σημαντικό το value for money, αλλά και οι άνθρωποι. Πρώτα απ’ όλα ξεχωρίζουν τα «παιδιά» μου, όσοι δηλαδή εργάζονται εδώ. Στην κουζίνα χρειάζεται να έχεις τεχνική και εξειδίκευση, αλλά στο σέρβις σημαντικά είναι η ηθική και ο χαρακτήρας. Ψάχνω να συνεργαστώ με ανθρώπους που έχουν καλοσυνάτα μάτια, εξωστρεφείς για να φαίνεται ο ενθουσιασμός τους, έμφυτη ευγένεια για να νοιάζονται. Σεβασμός και καλοσύνη στον πελάτη, τον περιποιούμαστε, όλοι θέλουμε λίγη φροντίδα παραπάνω. Να νιώθει τη φιλοξενία, να αισθάνεται σαν στο σπίτι του. Ήρθα με το όνειρο να κάνω στέκια και νομίζω το καταφέρνω.
Μιλώντας στο grillmagazine.gr για την επιστροφή του στην Ελλάδα θα πει>
«Όταν ήρθα στην Ελλάδα οι φίλοι που σύστησαν να αποφύγω τα εστιατόρια διότι υπήρχε, έλεγαν, σκληρός ‘ανταγωνισμός’. Ήμουν όμως μαθημένος: κάθε Αμερικανός εστιάτορας γνωρίζει άριστα τα κόστη του ακόμα και πόσο κοστίζει το καλαμάκι του αναψυκτικού. Δεν επιζείς αλλιώς…» μας εξηγεί.
Ζητάμε να μας περιγράψει την εικόνα που αντίκρισε στην Ελλάδα και η αφήγησή του γίνεται απολαυστική. «Το 2003 είχα σοκαριστεί κάπως από την ακρίβεια στα εστιατόρια του Κολωνακίου, οι τιμές των οποίων ήταν αντίστοιχες με εκείνες στην Καλιφόρνια: λογαριασμοί 100 ευρώ το άτομο όταν σε εφάμιλλα εστιατόρια στο Λος Άντζελες ο ίδιος λογαριασμός θα ήταν 30-40 ευρώ. Είδα ‘ύφος’ από την πλευρά μαγαζατόρων και σερβιτόρων που δεν υπήρχε ούτε στο πιο high μέρος του κόσμου, το Μπέβερλι Χιλς. Άσχημη εντύπωση μου έκανε επίσης η επίδειξη ορισμένων Ελλήνων. Στα κέντρα διασκέδασης παρατηρούσα ανθρώπους με χειρότερα οικονομικά από τα δικά μου να θεωρούν μικρούς τους αστρονομικούς λογαριασμούς που καλούταν να πληρώσουν. Το σχολίαζα αυτό και γινόμουν κακός… ’Πως κάνεις έτσι; Γίνεσαι τσίπης…’ μου έλεγαν . Η νοοτροπία αυτή άλλαξε μετά το 2009, ευτυχώς, κι έγινε μόδα το value for money, κάτι που γνωρίζουν στις ΗΠΑ εδώ και δεκαετίες».
Όπως εκτιμάει σήμερα ο Δ. Χριστοφορίδης, το απότομο κατέβασμα των τιμών από τα κορυφαία αθηναϊκά εστιατόρια στην αρχή της κρίσης (ορισμένα κατέβασαν γνωστά πιάτα τους από τα 15 ευρώ στα 9 ευρώ), ήταν μια απόδειξη ότι τα πιάτα τους ήταν υπερτιμημένα αλλά και μια δημόσια δήλωση συγγνώμης για την πρακτική που είχαν ακολουθήσει τα προηγούμενα χρόνια.
Μετά την πρόσφατη ανακαίνισή του το nice n easy της Ομήρου έγινε ακόμα πιο όμορφο. Η ‘σκαλισμένη’ στον τοίχο Μέριλιν καλωσορίζει με το χαμόγελό της.
Η είσοδος στην αγορά
Το αποφασιστικό βήμα για τον Δ. Χριστοφορίδη θα πραγματοποιηθεί το 2008, λίγο πριν ξεσπάσει η οικονομική κρίση, με τη δημιουργία, μαζί με τον Χρήστο Αθανασιάδη του nice n easy (όνομα που προέρχεται από τραγούδι του Φρανκ Σινάτρα που είχε την τύχη να γνωρίσει ο ίδιος προσωπικά).
«Ήθελα να συνεργαστώ με έναν σεφ και να μην έχω προβλήματα διότι ένας σεφ μπορεί να σε απογειώσει αλλά και να σε διαλύσει. Ο Χρήστος ήταν ήδη ένας πολύ σεβαστός και αγαπητός σεφ με εμπειρία σε κορυφαία ξενοδοχεία– όλοι ήθελαν να δουλέψουν μαζί του. Είναι ο καλύτερος άνθρωπος που γνώρισα με την επιστροφή μου στην Ελλάδα…» μας εξομολογείται.
Έχοντας ασχοληθεί έντονα στο εξωτερικό με τη γυμναστική, την υγιεινή διατροφή και τα βιολογικά προϊόντα, ο Δημήτρης Χριστοφορίδης θέλησε να μεταφέρει αυτή τη wellness φιλοσοφία στην Ελλάδα, δίνοντας στο νεοσύστατο τότε εστιατόριό του ένα χαρακτήρα farm to table, όπου ότι έμπαινε σε αυτό θα ήταν ποιοτικό, ελεγχόμενο και βιολογικό -όπου αυτό ήταν δυνατό.
«Ταξιδέψαμε με το συνεταίρο μου από τον Έβρο μέχρι την Κρήτη – κάτι που μου λείπει σήμερα λόγω φόρτου εργασίας- ψάχνοντας να βρούμε μικρούς παραγωγούς σε χωριά και κωμοπόλεις. Δυσκολευτήκαμε διότι δεν υπήρχε τότε οργανωμένο δίκτυο παραγωγών αλλά γνωρίσαμε πολύ κόσμο» θυμάται με νοσταλγία.
«Είχα 20 χρόνια μαγαζιά στην Αμερική αλλά δεν θυμάμαι να ήρθε η εφορία ή το υγειονομικό να με ελέγξουν. Στις ΗΠΑ τις τρέμεις αυτές τις υπηρεσίες· αν σε βρουν να παρανομείς, έχεις κλείσει. Προσωπικά έχω το ‘φόβο’ του κράτους – έτσι έμαθα κι αυτό δεν θα αλλάξει ».
Ο Δ. Χριστοφορίδης έστησε ένα ιδιαίτερο concept για τη λειτουργία του nice n easy ύστερα από μελέτη για να παρουσιάσει ένα διαφορετικό κατάλογο. Έδωσε στα πιάτα ονόματα αστέρων της μουσικής και του κινηματογράφου, τους περισσότερους από τους οποίους γνώρισε προσωπικά και …τάισε στα καταστήματά του στο Λος Άντζελες, επέλεξε οργανικά κρασιά, έντυσε το χώρο με blue eyed soul και jazz μουσική και πρόσθεσε κάτω από κάθε πιάτο του καταλόγου διατροφικές επισημάνσεις για όσους ήθελαν να γνωρίζουν τι τρώνε.
«Στην αρχή έρχονταν λίγοι άνθρωποι, ταλαιπωρηθήκαμε τον πρώτο χρόνο. Αρκετοί Έλληνες δεν είναι ώριμοι καταναλωτές όπως π.χ. οι Αμερικανοί που από μικρά παιδιά μαθαίνουν να εκτιμούν, και να στηρίζουν μάλιστα, πρωτοπόρες επιχειρήσεις. Εδώ το word of mouth αργεί να λειτουργήσει…».
Το nice n easy με ιδιαίτερες προσφορές – πιάτα ημέρας με 7 ή 8 ευρώ- κατάφερε να κερδίσει την αγορά του κέντρου. Κι όχι μόνο αυτό. Το κατάστημα μετεξελίχτηκε σε στέκι, δημιουργώντας φίλους στην τοπική κοινωνία κι αποτελώντας ένα ‘τοπόσημο’ του Κολωνακίου.
Το 2013 ο Δ. Χριστοφορίδης άνοιξε ένα ακόμα nice n easy στην Κηφισιά, εκτιμώντας ότι η αγορά έχει ανάγκη ‘στέκια’. Φιλικό σέρβις, απλές γεύσεις και ανοχή στο κατάστημα όλων των πελατών ανεξάρτητα από το ύψος του λογαριασμού τους ήταν η φιλοσοφία του καταστήματος που πέτυχε να δημιουργήσει regular πελάτες.
Ο Δημήτρης Χριστοφορίδης δείχνει εμπιστοσύνη στις ομάδες με τις οποίες συνεργάζεται. Στελέχη των ομάδων αυτών εξελίσσονται συχνά σε υπευθύνους των καταστημάτων.
Νέες αγορές
Η είσοδός του στην αγορά της Μυκόνου έγινε το 2012, μια δεκαετία μετά την αρχική και αποτυχημένη προσπάθειά του. Το nice n easy της Μυκόνου, το οποίο σήμερα βρίσκεται στην καρδιά του νησιού, τη Μικρή Βενετία, είχε την ίδια φιλοσοφία με τα αθηναϊκά, εδώ όμως η πρώτη εμπειρία ήταν σχεδόν τραυματική καθώς τόσο ο ίδιος όσο και οι συνεργάτες του πιέστηκαν από κατεστημένες δυνάμεις.
Το επόμενο μεγάλο επιχειρηματικό άλμα του πραγματοποιήθηκε το 2017 όταν αποφάσισε να αξιοποιήσει την παραλία Παράγκα της Μυκόνου δημιουργώντας εκεί ένα από τα μεγαλύτερα καταστήματα της Ευρώπης, το beach club SantAnna.
Το Frankie (το ιστορικό café bar Rosebud της οικογένειας Χαραλά) είναι το πιο πρόσφατο επιχειρηματικό βήμα του Δημήτρη Χριστοφορίδη. «Ξεκίνησε πριν από μερικούς μήνες και πάει καλά- θέλει όμως κι αυτό το χρόνο του. Ήθελα πάντα να κάνω μια νεοϋορκέζικου τύπου τρατορία, αλλά με τη δική μας φιλοσοφία: φτιάχνουμε τα ζυμαρικά εμείς με βιολογικά άλευρα και χρησιμοποιούμε ξυλόφουρνο. Βασιζόμαστε κι εδώ στη μεγάλη βάση των πελατών μας η οποία στηρίζει το εγχείρημα».
«Στην εξυπηρέτηση πελατών χρειάζονται ‘καλοσυνάτα μάτια’- δεν χρειάζεσαι κάτι άλλο. Δεν στέλνουμε πυραύλους στον Άρη, δεν είναι τεχνική δουλειά η εστίαση. Θέλει ανθρώπους να χαμογελάνε και να εκπέμπουν στον πελάτη καλοσύνη», υποστηρίζει ο Δ. Χριστοφορίδης.
Εμείς δεν έχουμε παρά να τους ευχηθούμε να ζήσουν ευτυχισμένοι…